- αποχειροβιωτος
- ἀποχειροβίωτοςἀπο-χειροβίωτος2живущий трудами своих рук Her., Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποχειροβίωτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχειροβίοτον — ἀποχειροβίωτος masc/fem acc sg ἀποχειροβίωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχειροβιώτοις — ἀποχειροβίωτος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχειροβιώτους — ἀποχειροβίωτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχειροβιώτων — ἀποχειροβίωτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχειροβίοτος — ἀποχειροβίωτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχειροβίωτοι — ἀποχειροβίωτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)